- ἐπίπεδον
- ἐπίπεδοςon the groundmasc/fem acc sgἐπίπεδοςon the groundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοὐπίπεδον — ἐπίπεδον , ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδον , ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Parallelepiped — In geometry, a parallelepiped (now usually pronEng|ˌpærəlɛlɪˈpɪpɛd, ˌpærəlɛlɪˈpaɪpɛd, pɪd; traditionally IPA|/ˌpærəlɛlˈʔɛpɪpɛd/ [ Oxford English Dictionary 1904; Webster s Second International 1947] in accordance with its etymology in Greek… … Wikipedia
Parallelepiped — Unter einem Parallelepiped (von griechisch επίπεδον epipedon „Fläche“; Synonyme: Spat, Parallelflach, Parallelotop) versteht man einen geometrischen Körper, der von sechs paarweise kongruenten (deckungsgleichen) in parallelen Ebenen liegenden… … Deutsch Wikipedia
Параллелепипед — (от греч. παράλλος параллельный и греч. επιπεδον плоскость) призма, основанием которо … Википедия
папьрть — ПАПЬРТ|Ь (5*), И с. То же, что папърть: Въ папьрть же не исходѧть. аще и оглашениѥ чьте(т)с. УСт к. XII, 13; дверь же храма позлащена сѹщи златомь... по вхожении же паперти цр҃квьны˫а инъ бѣ домъ ѹтренемѹ... в немьже свѣтилникъ и трѧпеза и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek
εφεδές — ἐφεδές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπεδον, ταπεινόν, χαμαί» … Dictionary of Greek
μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… … Dictionary of Greek
πανευέφοδος — ον, Α εξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»] … Dictionary of Greek